- πανέστιος
- -ον, ΑΜαυτός που είναι με όλη την οικογένεια του, με όλο το νοικοκυριό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἑστία (πρβλ. ομο-έστιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανέστιος — with all the household masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανέστιον — πανέστιος with all the household masc/fem acc sg πανέστιος with all the household neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεστίοις — πανέστιος with all the household masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεστίους — πανέστιος with all the household masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανέστιοι — πανέστιος with all the household masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek